- ἀκρωτηριῶν
- ἀκρωτηριάζωcut offfut part act masc voc sgἀκρωτηριάζωcut offfut part act neut nom/voc/acc sgἀκρωτηριάζωcut offfut part act masc nom sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκρωτηρίων — ἀκρωτήριον topmost neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PROMONTORIUM — I. PROMONTORIUM Aromata, Cap de Guardafuy, in Africa, et in ora maris Arabici. II. PROMONTORIUM Condaeum, Cap de Conde Gallis, Cap Cecil Anglis, Cad d Orange Belgis, est in Guiana regione Americae meridionalis, in ora maris Borealis, atque inter… … Hofmann J. Lexicon universale
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
PELORUM seu PELORUS — unum ex 3. Siciliae promontoriis, quod in Italiam vergens, Scyllae adversum est, Baudrando in ora Orientali ubi Borealis incipit, ex adverso Calabriae, a qua vix 6. mill. pass. in Occidentem, uti 10. a Messana in Boream in valle Nemorensi; ei… … Hofmann J. Lexicon universale
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
ακρίτας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 245 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στα Ν της Δοϊράνης κοντά στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δοϊράνης. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.030 μ., 134 κάτ.)… … Dictionary of Greek
κάβο- — πρώτο συνθετικό πολλών ονομασιών ακρωτηρίων που προέρχεται από τη λ. κάβος «ακρωτήριο» (< γενουατ. cavo) (α. «Καβοφονιάς» β. «Καβομαλιάς» γ. «Καβοκολόνες») … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
λευκάς — λευκάς, άδος, ἡ (Α) [λευκός] 1. (ως θηλ. τού λευκός) λευκή («λευκὰς χαίτη», Νόνν.) 2. φύλλο φοινικιάς 3. ονομασία διαφόρων φυτών («λευκὰς ὀρεινή» Διοσκ.) 4. φρ. α) «Λευκάς πέτρη» ή, απλώς, «Λευκάς» ονομασία διαφόρων βράχων ή ακρωτηρίων β) «λευκάς … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek